Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
oceangoing
01
ωκεάνιος, υψίπεδος
designed or capable of traveling on the open sea, especially over long distances
Παραδείγματα
The oceangoing vessel was built to withstand harsh ocean conditions.
Το ωκεάνιο σκάφος κατασκευάστηκε για να αντέχει σε σκληρές ωκεάνιες συνθήκες.
They boarded the oceangoing ship for their long journey across the Atlantic.
Επιβιβάστηκαν στο ωκεανικό πλοίο για το μακρύ τους ταξίδι στον Ατλαντικό.



























