LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Obstructive shock
/ɒbstɹˈʌktɪv ʃˈɒk/
/əbstɹˈʌktɪv ʃˈɑːk/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "obstructive shock"
Obstructive shock
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
shock caused by obstruction of blood flow
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
obstructive
obstructionist
obstructionism
obstruction of justice
obstruction
obstructively
obstructor
obstruent
obtain
obtainable
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App