LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Aunty
/ˈɑːnti/
/ˈænti/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "aunty"
Aunty
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the sister of your father or mother; the wife of your uncle
uncle
word family
aunty
aunty
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
auntie
aunt sally
aunt
aum shinrikyo
aum
aura
aural
aurally
aureate
aurelius
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App