Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
aural
01
αυριακός, σχετικός με μια αυρά
relating to or characterized by an aura
Παραδείγματα
The aural experience of the concert was unforgettable.
Η ακουστική εμπειρία της συναυλίας ήταν αξέχαστη.
She has an aural sensitivity that allows her to identify instruments easily.
Έχει μια ακουστική ευαισθησία που της επιτρέπει να αναγνωρίζει εύκολα τα όργανα.
Λεξικό Δέντρο
aurally
biaural
binaural
aural



























