Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
oaken
01
από δρύ, σαν δρύ
made of or resembling oak wood
Παραδείγματα
The table was crafted from oaken wood, its sturdy construction attesting to the durability of the material.
Το τραπέζι ήταν κατασκευασμένο από δρυ ξύλο, η στέρεη κατασκευή του μαρτυρά την ανθεκτικότητα του υλικού.
She admired the oaken beams of the old farmhouse, marveling at their age and resilience.
Θαύμαζε τις δρυινές δοκούς του παλιού αγροκτήματος, εκπλησσόμενη από την ηλικία και την ανθεκτικότητά τους.



























