Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
noteworthy
01
αξιοσημείωτος, αξιοπρόσεκτος
deserving of attention due to importance, excellence, or notable qualities
Παραδείγματα
Her performance in the play was noteworthy, earning praise from critics and audiences alike.
Η απόδοσή της στο έργο ήταν αξιοσημείωτη, κερδίζοντας επαίνους τόσο από τους κριτικούς όσο και από το κοινό.
The company 's commitment to sustainability is noteworthy in today's business world.
Η δέσμευση της εταιρείας για τη βιωσιμότητα είναι αξιοσημείωτη στον σημερινό επιχειρηματικό κόσμο.
Λεξικό Δέντρο
noteworthy
note
worthy



























