Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
nosy
01
περίεργος, αδιάκριτος
showing too much interest in people's lives, especially when it is not one's concern
Παραδείγματα
My neighbor is extremely nosy and always asks personal questions.
Ο γείτονάς μου είναι εξαιρετικά περίεργος και κάνει πάντα προσωπικές ερωτήσεις.
She was being nosy, peeking into her colleague ’s email.
Ήταν περίεργη, κρυφοκοιτώντας το email του συναδέλφου της.
Λεξικό Δέντρο
nosiness
nosy
nose



























