Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
nostalgic
01
νοσταλγικός, που ξυπνά νοσταλγία
bringing back fond memories of the past, often with a sense of longing or affection
Παραδείγματα
The nostalgic song reminded him of his childhood summers spent at the beach.
Το νοσταλγικό τραγούδι του θύμισε τα καλοκαίρια της παιδικής του ηλικίας που πέρασε στην παραλία.
Looking through old photo albums can be a nostalgic experience, reminiscing about past events and loved ones.
Το ξεφύλλισμα παλιών φωτογραφικών λευκωμάτων μπορεί να είναι μια νοσταλγική εμπειρία, θυμίζοντας περασμένα γεγονότα και αγαπημένα πρόσωπα.
Nostalgic
01
νοσταλγικός, άτομο που νοσταλγεί το παρελθόν
a person who longs for or finds deep emotional value in the past, especially from personal memories or earlier times
Παραδείγματα
Nostalgics often find comfort in reruns of classic TV shows.
Οι νοσταλγικοί συχνά βρίσκουν παρηγοριά στις επανάληψεις κλασικών τηλεοπτικών σόου.
The café is a favorite spot for nostalgics who enjoy retro decor.
Το καφέ είναι ένα αγαπημένο σημείο για τους νοσταλγούς που απολαμβάνουν ρετρό διακόσμηση.
Λεξικό Δέντρο
nostalgic
nostalg



























