Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
normative
01
κανονιστικός, προσδιοριστικός
focused on setting or recommending standards for what is considered correct or usual
Παραδείγματα
Normative grammar outlines the proper rules of language.
Η κανονιστική γραμματική περιγράφει τους σωστούς κανόνες της γλώσσας.
The study proposed normative guidelines for workplace behavior.
Η μελέτη πρότεινε κανονιστικές οδηγίες για τη συμπεριφορά στον χώρο εργασίας.
02
κανονιστικός, σύμφωνος με τα πρότυπα
based on established standards or what is typical
Παραδείγματα
Normative behavior includes following social etiquette.
Η κανονιστική συμπεριφορά περιλαμβάνει την τήρηση της κοινωνικής εθιμοτυπίας.
Normative actions reflect the expectations of a culture.
Οι κανονιστικές ενέργειες αντανακλούν τις προσδοκίες μιας κουλτούρας.
Λεξικό Δέντρο
nonnormative
normative
norm



























