Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Noggin
01
κεφάλι, κούτρα
a person's head
Παραδείγματα
He bumped his noggin on the door.
Χτύπησε το κεφάλι του στην πόρτα.
Put a hat on your noggin; it's cold outside.
Βάλε ένα καπέλο στο κεφάλι σου· έξω κάνει κρύο.



























