
Αναζήτηση
nifty
01
έξυπνος, χρηστικός
clever or handy, making life easier or more enjoyable
Example
The nifty gadget helped streamline their daily tasks, making life a bit easier.
Η έξυπνη συσκευή βοήθησε στην απλοποίηση των καθημερινών τους εργασιών, κάνοντάς τους τη ζωή λίγο πιο εύκολη.
His nifty invention solved a common problem with a simple yet effective solution.
Η έξυπνη εφεύρεσή του έλυσε ένα κοινό πρόβλημα με μία απλή αλλά αποτελεσματική λύση.

Συναφή Λέξεις