Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Niece
01
ανιψιά, κόρη του αδελφού ή της αδελφής μας
our sister or brother's daughter, or the daughter of our husband or wife's siblings
Παραδείγματα
He loves spending time with his niece, teaching her how to play guitar.
Αγαπά να περνάει χρόνο με την ανιψιά του, διδάσκοντάς της να παίζει κιθάρα.
Her niece is the only granddaughter in the family and is treated like a princess.
Η ανιψιά της είναι η μοναδική εγγονή στην οικογένεια και αντιμετωπίζεται σαν πριγκίπισσα.



























