Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Neologism
Παραδείγματα
A neologism is a newly coined word or expression that has not yet been widely accepted into the lexicon of a language.
Ένας νεολογισμός είναι μια νεοσύστατη λέξη ή έκφραση που δεν έχει ακόμη γίνει ευρέως αποδεκτή στο λεξιλόγιο μιας γλώσσας.
Neologisms often emerge to describe new concepts, trends, or phenomena in society.
Οι νεολογισμοί συχνά εμφανίζονται για να περιγράψουν νέες έννοιες, τάσεις ή φαινόμενα στην κοινωνία.
Λεξικό Δέντρο
neologism
neology
neo



























