Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Neighborhood
Παραδείγματα
I grew up in a small, rural neighborhood outside the city.
Μεγάλωσα σε μια μικρή, αγροτική γειτονιά έξω από την πόλη.
She moved to a residential neighborhood with tree-lined streets.
Μετακόμισε σε μια γειτονιά κατοικιών με δέντρα στις οδούς.
1.1
γειτονιά, περιοχή
people who live in a particular district or area of a town or city
Παραδείγματα
It 's nice to have a good relationship with your neighborhood.
Είναι ωραίο να έχεις καλή σχέση με τη γειτονιά σου.
Our neighborhood holds a carol singing event every Christmas.
Η γειτονιά μας διοργανώνει μια εκδήλωση τραγουδιού κάλαντα κάθε Χριστούγεννα.
1.2
γειτονιά, περιοχή
the area around someone, somewhere, or something
Παραδείγματα
He was hesitant to leave the neighborhood of London.
Δίσταζε να αφήσει τη γειτονιά του Λονδίνου.
Despite the job opportunity elsewhere, she was reluctant to move from the neighborhood of her family.
Παρά την ευκαιρία εργασίας αλλού, ήταν απρόθυμη να μετακινηθεί από τη γειτονιά της οικογένειάς της.
02
γειτονιά, περιοχή
the approximate amount of something (usually used prepositionally as in `in the region of')
Παραδείγματα
The company 's revenue for the quarter is in the neighborhood of $ 5 million.
Τα έσοδα της εταιρείας για το τρίμηνο είναι στην γειτονιά των 5 εκατομμυρίων δολαρίων.
The cost of the renovation project is in the neighborhood of $10,000.
Το κόστος του έργου ανακαίνισης είναι στην περιοχή των 10.000 δολαρίων.
Λεξικό Δέντρο
neighborhood
neighbor



























