Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Neighbor
01
γείτονας, γειτόνισσα
someone who is living next to us or somewhere very close to us
Παραδείγματα
I noticed my neighbor's mailbox was overflowing, so I let them know.
Παρατήρησα ότι το γραμματοκιβώτιο του γείτονά μου ξεχείλιζε, οπότε τους ενημέρωσα.
My neighbor helped me move my furniture into my new apartment.
Ο γείτονας μου με βοήθησε να μεταφέρω τα έπιπλά μου στο νέο μου διαμέρισμα.
1.1
γείτονας, προσχώρος
a nearby object of the same kind
to neighbor
01
γειτονεύω, εφάπτομαι
be located near or adjacent to
02
γειτονεύω, ζω ως γείτονας
live or be located as a neighbor
Λεξικό Δέντρο
neighborhood
neighborly
neighbor



























