LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Attach to
/ɐtˈatʃ tuː/
/ɐtˈætʃ tuː/
Verb (2)
Ορισμός και Σημασία του "attach to"
to attach to
ΡΉΜΑ
01
be present or associated with an event or entity
02
be part of
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
attach a label to
attach
attacapa
attaboy
atrovent
attachable
attache
attache case
attached
attachment
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App