LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Nee
/nˈiː/
/nˈiː/
née
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "nee"
nee
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
(meaning literally `born') used to indicate the maiden or family name of a married woman
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
necturus maculosus
necturus
nectary
nectarous
nectarine tree
need
need head examined
need makes the old wife trot
needed
needer
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App