LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Navicular
/navˈɪkjʊlə/
/nævˈɪkjʊlɚ/
Noun (1)
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "navicular"
Navicular
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the largest wrist bone on the thumb side
navicular
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
shaped like a boat
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
navel-gazing
navel point
navel orange
navel
nave arcade
navigability
navigable
navigate
navigation
navigation light
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App