Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
navigable
01
πλωτός, διασχίσιμος από πλοία
(of a sea or other area of water) deep or wide enough for ships or boats to travel through
Παραδείγματα
The river remained navigable throughout the year.
Ο ποταμός παρέμεινε πλωτός όλο το χρόνο.
Engineers worked to keep the canal navigable for trade.
Οι μηχανικοί εργάστηκαν για να διατηρήσουν το κανάλι πλωτό για το εμπόριο.
Λεξικό Δέντρο
navigability
unnavigable
navigable
navig



























