Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
atmospheric
01
ατμοσφαιρικός, σχετικός με την ατμόσφαιρα
having a connection to or originating in the Earth's atmosphere
Παραδείγματα
Atmospheric conditions can affect weather patterns and climate.
Οι ατμοσφαιρικές συνθήκες μπορούν να επηρεάσουν τα καιρικά μοτίβα και το κλίμα.
The atmospheric pressure at high altitudes decreases as you ascend into the mountains.
Η ατμοσφαιρική πίεση σε μεγάλα υψόμετρα μειώνεται καθώς ανεβαίνετε στα βουνά.
02
ατμοσφαιρικός, περιβάλλοντος
having qualities that create a specific mood or emotional tone
Παραδείγματα
The atmospheric soundscape transported listeners to a serene forest, with bird calls and rustling leaves.
Το ατμοσφαιρικό ηχητικό τοπίο μετέφερε τους ακροατές σε ένα γαλήνιο δάσος, με κελάηδημα πουλιών και θρόισμα φύλλων.
Her atmospheric vocals added an ethereal quality to the song, like echoes from another world.
Οι ατμοσφαιρικές φωνητικές της προσέθεσαν μια αιθέρια ποιότητα στο τραγούδι, σαν ηχώ από έναν άλλο κόσμο.
Λεξικό Δέντρο
atmospheric
atmosphere



























