Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
mousey
01
γεμάτο ποντίκια, μολυσμένο με ποντίκια
infested with mice
02
ποντίκι, ξεθωριασμένο καφέ
of something having a drab pale brown color resembling a mouse
03
ντροπαλός, δειλός
quiet and timid and ineffectual
Λεξικό Δέντρο
mousey
mouse



























