Motored
volume
British pronunciation/mˈə‍ʊtəd/
American pronunciation/mˈoʊɾɚd/

Ορισμός και Σημασία του "motored"

01

equipped with a motor or motors

word family

motor

motor

Verb

motored

Adjective

bimotored

Adjective

bimotored

Adjective

trimotored

Adjective

trimotored

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store