Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Motorist
01
οδηγός αυτοκινήτου, οδηγός
someone who drives a car or other motor vehicle
Παραδείγματα
The motorist carefully followed the traffic rules.
Ο οδηγός ακολούθησε προσεκτικά τους κανόνες κυκλοφορίας.
She became a motorist after passing her driving test last month.
Έγινε οδηγός αφού πέρασε το τεστ οδήγησης τον περασμένο μήνα.
Λεξικό Δέντρο
motorist
motor



























