Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Motorcyclist
01
μοτοσικλετιστής, οδηγός μοτοσικλέτας
someone who rides a motorcycle
Παραδείγματα
The motorcyclist zoomed past the cars on the highway.
Ο μοτοσικλετιστής πέρασε με ταχύτητα τα αυτοκίνητα στην εθνική οδό.
A group of motorcyclists gathered at the diner before their ride.
Μια ομάδα μοτοσικλετιστών συγκεντρώθηκε στο εστιατόριο πριν από την βόλτα τους.
Λεξικό Δέντρο
motorcyclist
motorcycle



























