LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Mortgage loan
/mˈɔːɡɪdʒ lˈəʊn/
/mˈɔːɹɡɪdʒ lˈoʊn/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "mortgage loan"
Mortgage loan
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a loan on real estate that is usually secured by a mortgage
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
mortgage holder
mortgage deed
mortgage application
mortgage
mortarboard
mortgage-backed security
mortgaged
mortgagee
mortgager
mortgagor
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App