Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
morphological
01
μορφολογικός, σχετικός με τη μορφολογία
relating to or concerned with the morphology of plants and animals
02
μορφολογικός, σχετικός με τη μορφολογία
relating to the structure and form of words, and how they combine to create different grammatical forms
Παραδείγματα
English verbs often undergo morphological changes to indicate tense, such as ' walk' becoming ' walked' for the past tense.
Τα αγγλικά ρήματα συχνά υφίστανται μορφολογικές αλλαγές για να υποδείξουν τον χρόνο, όπως το 'walk' που γίνεται 'walked' για τον παρελθόντα χρόνο.
In morphological analysis, linguists examine the prefixes, suffixes, and roots of words.
Στην μορφολογική ανάλυση, οι γλωσσολόγοι εξετάζουν τα προθέματα, τα επιθήματα και τις ρίζες των λέξεων.
03
μορφολογικός, σχετικός με τη γεωλογική δομή
pertaining to geological structure
Λεξικό Δέντρο
morphologically
morphological
morphologic
morphology
morpho



























