Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to molder
01
αποσυντίθεται, σαπίζω
to slowly fall apart or decay, often because of time or neglect
Intransitive
Παραδείγματα
The old books in the attic are beginning to molder.
Τα παλιά βιβλία στη σοφίτα αρχίζουν να σαπίζουν.
The abandoned building is slowly moldering away.
Το εγκαταλειμμένο κτίριο αποσυντίθεται αργά.



























