Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
moldable
01
πλαστικός, διαμορφώσιμος
capable of being molded or modeled (especially of earth or clay or other soft material)
Λεξικό Δέντρο
moldable
mold
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
πλαστικός, διαμορφώσιμος
Λεξικό Δέντρο