Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Misogynist
01
μισογύνης, αρσενικιστής
someone who despises women or assumes men are much better
Παραδείγματα
The conference on women 's rights was disrupted by a group of misogynists.
Η διάσκεψη για τα δικαιώματα των γυναικών διακόπηκε από μια ομάδα μισογυνιστών.
His behavior at the office revealed his true colors as a misogynist.
Η συμπεριφορά του στο γραφείο αποκάλυψε τα αληθινά του χρώματα ως μισογύνη.
Λεξικό Δέντρο
misogynistic
misogynist
misogyn



























