Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Miser
01
τσιγκούνης, φιλάργυρος
a person who refuses to spend any of their money, often living in poor conditions
Παραδείγματα
The miser refused to turn on the heating in his house, even during the freezing winter months.
Ο τσιγκούνης αρνήθηκε να ανάψει τη θέρμανση στο σπίτι του, ακόμα και κατά τους παγωμένους χειμερινούς μήνες.
The play depicted the character of a miser whose obsession with money led to a lonely and unfulfilled life.
Το έργο απεικόνισε τον χαρακτήρα ενός τσιγκούνη του οποίου η εμμονή με τα χρήματα οδήγησε σε μια μοναχική και ανεκπλήρωτη ζωή.
Λεξικό Δέντρο
miserable
miserly
miser



























