Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to miscalculate
01
υπολογίζω λάθος, κάνω λάθος στον υπολογισμό
to judge a situation by mistake
Παραδείγματα
The company miscalculated the demand for their new product.
Η εταιρεία υπολόγισε λάθος τη ζήτηση για το νέο της προϊόν.
She miscalculated the strength of the current and got swept away.
Εκείνη υπολόγισε λάθος τη δύναμη του ρεύματος και παρασύρθηκε.
02
λανθασμένος υπολογισμός, υπολογίζω λάθος
calculate incorrectly
Λεξικό Δέντρο
miscalculate
calculate
calcul



























