Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
at random
01
τυχαία, στο περίπου
without a specific order, plan, or pattern
Παραδείγματα
The winners were selected at random from the pool of entries.
Οι νικητές επιλέχθηκαν τυχαία από το σύνολο των συμμετοχών.
She picked a card at random from the deck.
Επέλεξε μια κάρτα τυχαία από την τράπουλα.



























