LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Military officer
/mˈɪlɪtəɹi ˈɒfɪsə/
/mˈɪlətˌɛɹi ˈɑːfɪsɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "military officer"
Military officer
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a member of the armed forces who holds a position of authority
Παράδειγμα
The
military officer
was
admired
for
his
ability
to
deport
himself
with
authority
and
discipline
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App