Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to militate
01
αντιτίθεμαι, δρα ως καθοριστικός παράγοντας
to act as a powerful factor
Παραδείγματα
The harsh climate militated against successful crop production.
Το σκληρό κλίμα αντιμετώπιζε την επιτυχημένη παραγωγή καλλιεργειών.
Her strong qualifications militate for a favorable decision.
Λεξικό Δέντρο
militate
milit



























