Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Metalhead
01
μεταλοκέφαλος, λάτρης της heavy metal μουσικής
a person who is passionate about heavy metal music
Παραδείγματα
The metalhead sported a denim jacket adorned with patches of iconic metal bands, showcasing his love for the genre.
Ο metalhead φορούσε μια τζιν ζακέτα διακοσμημένη με μπάντες από εμβληματικές metal μπάντες, δείχνοντας την αγάπη του για το είδος.
With their long hair, black attire, and heavy boots, the metalheads stood out in the crowd at the rock festival.
Με τα μακριά μαλλιά τους, τα μαύρα ρούχα και τις βαριές μπότες, οι metalheads ξεχώριζαν στο πλήθος του ροκ φεστιβάλ.
Λεξικό Δέντρο
metalhead
metal
head



























