Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Metallurgist
01
μεταλλουργός, ειδικός μεταλλουργίας
a scientist or engineer who specializes in the study and production of metals and alloys, including their properties, processing methods, and applications
Παραδείγματα
The metallurgist conducted experiments to determine the optimal alloy composition for the new aerospace material.
Ο μεταλλουργός πραγματοποίησε πειράματα για να προσδιορίσει τη βέλτιστη σύνθεση κράματος για το νέο αεροδιαστημικό υλικό.
As a metallurgist, her job involved analyzing metal samples to ensure they met industry standards for strength and durability.
Ως μεταλλουργός, η δουλειά της περιλάμβανε την ανάλυση δειγμάτων μετάλλων για να διασφαλιστεί ότι πληρούσαν τα βιομηχανικά πρότυπα αντοχής και ανθεκτικότητας.
Λεξικό Δέντρο
metallurgist
metallurg



























