Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
metamorphic
01
μεταμορφωτικός, μεταλλαγμένος
characterized by metamorphosis or change in physical form or substance
02
μεταμορφωτικός, σχετικός με τη μεταμόρφωση
related to rocks transformed by intense heat, pressure, or chemical processes, altering their mineral composition and texture
Παραδείγματα
Marble is a metamorphic rock formed from the recrystallization of limestone.
Το μάρμαρο είναι ένα μεταμορφωμένο πέτρωμα που σχηματίζεται από την επανακρυστάλλωση του ασβεστόλιθου.
Geologists study metamorphic processes to understand the conditions under which rocks change.
Οι γεωλόγοι μελετούν τις μεταμορφωτικές διαδικασίες για να κατανοήσουν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αλλάζουν οι πέτρες.
Λεξικό Δέντρο
nonmetamorphic
metamorphic
metamorph



























