Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Messenger
01
αγγελιοφόρος, κούριερ
a person who carries a message or information from one person or place to another
Παραδείγματα
The messenger delivered the package to my office this morning.
Ο αγγελιοφόρος παρέδωσε το πακέτο στο γραφείο μου σήμερα το πρωί.
She was hired as a messenger to carry documents between the two departments.
Προσλήφθηκε ως αγγελιοφόρος για τη μεταφορά εγγράφων μεταξύ των δύο τμημάτων.



























