Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Mesomorph
01
μεσομορφικός, άτομο με φυσικά μυώδες σωματότυπο
(physiology) an individual with a naturally muscular body type
Λεξικό Δέντρο
mesomorphic
mesomorph
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μεσομορφικός, άτομο με φυσικά μυώδες σωματότυπο
Λεξικό Δέντρο