Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Merino
01
μερίνο, πολύτιμο είδος προβάτου γνωστό για την παραγωγή λεπτού μαλλιού και την προσαρμοστικότητα σε διαφορετικά περιβάλλοντα
a prized breed of sheep known for its fine wool production and adaptability to diverse environments
02
μερίνο, πρόβατο μερίνο
not placed under psychological stress



























