Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Merchant ship
01
εμπορικό πλοίο, φορτηγό πλοίο
a vessel designed for transporting goods and merchandise as part of commercial trade
Παραδείγματα
The merchant ship docked at the harbor, unloading crates of spices and textiles.
Το εμπορικό πλοίο αγκυροβόλησε στο λιμάνι, ξεφορτώνοντας κιβώτια με μπαχαρικά και υφάσματα.
During the voyage, the merchant ship encountered rough seas but safely delivered its cargo.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, το εμπορικό πλοίο συνάντησε άγρια θάλασσα αλλά παρέδωσε το φορτίο του με ασφάλεια.



























