Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
mentally
01
διανοητικά, πνευματικά
regarding one's mind, mental capacities, or aspects of mental well-being
Παραδείγματα
The chess game challenged him mentally, requiring strategic thinking and concentration.
Το παιχνίδι σκακιού τον προκάλεσε διανοητικά, απαιτώντας στρατηγική σκέψη και συγκέντρωση.
The problem-solving activity engaged students mentally, fostering critical thinking.
Η δραστηριότητα επίλυσης προβλημάτων απασχόλησε τους μαθητές διανοητικά, ενθαρρύνοντας την κριτική σκέψη.
Λεξικό Δέντρο
mentally
mental



























