LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Mentholated
/mˈɛnθəlˌeɪtɪd/
/mˈɛnθəlˌeɪɾᵻd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "mentholated"
mentholated
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
περιέχων έλαιον ηδύοσμου
containing menthol, imparting a cooling and refreshing quality, often associated with medicinal or soothing properties
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App