Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
medicinally
01
φαρμακευτικά, θεραπευτικά
in a way related to using medicine or medical treatment
Παραδείγματα
The herb was traditionally used medicinally to alleviate digestive issues.
Το βότανο χρησιμοποιείτο παραδοσιακά ιατρικά για την ανακούφιση των προβλημάτων πέψης.
The substance is now recognized medicinally for its pain-relieving properties.
Η ουσία αναγνωρίζεται πλέον ιατρικά για τις παυσίπονες ιδιότητές της.
Λεξικό Δέντρο
medicinally
medicinal
medicine



























