medicinally
me
μα
di
ˈdɪ
ντι
ci
σα
na
να
lly
li
λι
British pronunciation
/mˈɛdɪsˌɪnə‍li/

Ορισμός και σημασία του "medicinally"στα αγγλικά

medicinally
01

φαρμακευτικά, θεραπευτικά

in a way related to using medicine or medical treatment
example
Παραδείγματα
The herb was traditionally used medicinally to alleviate digestive issues.
Το βότανο χρησιμοποιείτο παραδοσιακά ιατρικά για την ανακούφιση των προβλημάτων πέψης.
The substance is now recognized medicinally for its pain-relieving properties.
Η ουσία αναγνωρίζεται πλέον ιατρικά για τις παυσίπονες ιδιότητές της.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store