Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to medicate
01
χορηγώ φάρμακο, θεραπεύω με φάρμακα
to administer a drug or treat a patient using drugs
02
εμποτίζω με φαρμακευτική ουσία, επεξεργάζομαι με φαρμακευτική ουσία
impregnate with a medicinal substance
Λεξικό Δέντρο
medication
medicative
medicate
medic



























