Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Medical school
01
ιατρική σχολή, ιατρική σχολή
a college or a department in a university where students study medicine to become medical doctors
Παραδείγματα
She has always dreamed of attending medical school to become a doctor.
Πάντα ονειρευόταν να φοιτήσει στη ιατρική σχολή για να γίνει γιατρός.
After finishing his undergraduate degree, he plans to apply to medical school.
Αφού ολοκληρώσει το πτυχίο του, σχεδιάζει να κάνει αίτηση στη ιατρική σχολή.



























