Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Mechanic
01
μηχανικός, τεχνικός
a person whose job is repairing and maintaining motor vehicles and machinery
Παραδείγματα
She took her car to the mechanic to fix the engine problem.
Πήρε το αυτοκίνητό της στο μηχανικό για να διορθώσει το πρόβλημα του κινητήρα.
The mechanic quickly diagnosed the issue and got to work.
Ο μηχανικός διέγνωσε γρήγορα το πρόβλημα και άρχισε να δουλεύει.
02
μηχανικός, τεχνικός
a craftsman skilled in operating machine tools
mechanic
01
μηχανικός, αυτόματος
resembling the action of a machine
Λεξικό Δέντρο
mechanical
mechanic
mechan



























