Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
meaty
01
κρεώδης, με μυρωδιά ή γεύση κρέατος
describing something that contains a lot of meat or smells or tastes like meat
02
ουσιώδης, σχετικός
being on topic and prompting thought
Λεξικό Δέντρο
meaty
meat
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κρεώδης, με μυρωδιά ή γεύση κρέατος
ουσιώδης, σχετικός
Λεξικό Δέντρο