Assimilative
volume
British pronunciation/ɐsˈɪmɪlətˌɪv/
American pronunciation/ɐsˈɪmɪlətˌɪv/

Ορισμός και Σημασία του "assimilative"

assimilative
01

capable of taking (gas, light, or liquids) into a solution

02

capable of mentally absorbing

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store