Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
maturely
01
ώριμα
in a way that shows a person is a responsible and reasonable adult
Παραδείγματα
he acted maturely.
Συμπεριφέρθηκε ώριμα.
Λεξικό Δέντρο
immaturely
prematurely
maturely
mature
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ώριμα
Λεξικό Δέντρο